φιλεργατισμός

φιλεργατισμός
ο, Ν
φιλεργατικό πνεύμα, φιλεργατική διάθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + εργάτης + κατάλ. -ισμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φιλεργατισμός — ο φιλεργατικό πνεύμα, φιλεργατική διάθεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”